- προκατασχάζω
- Α1. εγχαράσσω2. (για γιατρό) κόβω άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος («ἐπὶ γαγγραινουμένων προκατασχασθέντων», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + κατασχάζω «σχίζω με μαχαίρι, κάνω εντομή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκατασχασθείσης — προκατασχάζω scarify beforehand aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασχασθέντων — προκατασχάζω scarify beforehand aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασχάζειν — προκατασχάζω scarify beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκατασχάσας — προκατασχά̱σᾱς , προκατασχάζω scarify beforehand fut part act fem acc pl (doric) προκατασχά̱σᾱς , προκατασχάζω scarify beforehand fut part act fem gen sg (doric) προκατασχάσᾱς , προκατασχάζω scarify beforehand aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)